αιματοβάφω

αιματοβάφω
1. βάφω με αίμα, καταματώνω
2. προκαλώ αιματοχυσία, αιματοκυλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, -ατος + βάφω.
ΠΑΡ. αιματοβαμμένος, αιματοβαφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αιματοβαμμένος — και ματοβαμμένος, η, ο [αιματοβάφω] 1. ο βαμμένος στο αίμα 2. κατακόκκινος 3. αυτός που βαρύνεται με πολλούς φόνους, αιμοσταγής, κακούργος …   Dictionary of Greek

  • αιματοβαφής — ές και αιματόβαφος, η, ο [αιματοβάφω] ο αιματοβαμμένος* …   Dictionary of Greek

  • βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» …   Dictionary of Greek

  • ματοβάφω — 1. βάφω κάτι με αίμα 2. μτφ. προκαλώ συμφορές, σκοτώνω, σφάζω, γεμίζω με αίματα τον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιματοβάφω*, με αποβολή τού αρκτικού άτονου αι (e)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”